- σμύρνα
- Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει άφθονους ρητινοφόρους αδένες οι οποίοι εκκρίνουν αρωματικό ρετσίνι γνωστό ως σ. Η σ. χρησιμοποιείται ως θυμίαμα και για την εξαγωγή (με απόσταξη) αιθέριου έλαιου.
* * *(I)η, ΝΜΑ, και μύρνα Μ, και ζμύρνα και ιων. τ. σμύρνη και αιολ. τ. μύρρα Α1. το φυτό βαλσαμόδενδρο2. ευώδης κομμεορητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την ταρίχευση τών νεκρών, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη θυμίαση, και με απόσταξη τής οποίας λαμβάνεται το ομώνυμο μυρεψικό και φαρμακευτικό αιθέριο έλαιο3. ως κύριο όν. Σμύρναμυθ. αμαζόνα που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ιδρύτρια τής πόλης Σμύρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση τής λ. σμύρνη τήν συνδέουν με τον τ. μύρρα «ευώδης χυμός, αρωματικό φυτό» και με το τοπωνύμιο Σμύρνη, το οποίο, όπως γίνεται δεκτό, γενικά, έχει ασκήσει επίδραση στον σχηματισμό τού προσηγορικού. Σύμφωνα με μία άποψη, η λ. σμύρνη προήλθε από το επίθ. Σμυρναία—κατά παράλειψη τού μύρρα— στη φράση μύρρα Σμυρναία «αρωματικός χυμός από τη Σμύρνη», πιθ. κατ' επίδραση τού τοπωνυμίου Σμύρνη. Κατ' άλλη άποψη, η λ. σμύρνη προήλθε από τη λ. μύρρα μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *(σ)μυρρ-ίνᾱ (< μύρρα + κατάλ. -ίνη, θηλ. τού -ινος) με συγκοπή τού -ι- και αρκτικό -σ-, το οποίο προέρχεται είτε από αναλογία προς ζεύγη τύπων, όπως σμικρός / μικρός, είτε από επίδραση τής λ. Σμύρνη].————————(II)η, Νβλ. σμέρνα.
Dictionary of Greek. 2013.